- τριχίνωση
- η, Νιατρ. τριχινίαση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichinosis < trichina (βλ. λ. τριχίνη) + -osis (< κατάλ. -ωσις < ρ. σε -όω, -ῶ). Η λ., στον λόγιο τ. τριχίνωσις, μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.