τριχίνωση

τριχίνωση
η, Ν
ιατρ. τριχινίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichinosis < trichina (βλ. λ. τριχίνη) + -osis (< κατάλ. -ωσις < ρ. σε -όω, -). Η λ., στον λόγιο τ. τριχίνωσις, μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ελμινθίαση — Παρασιτική μόλυνση του οργανισμού από έλμινθες (βλ. λ.), δηλαδή σκουλήκια που ανήκουν στην τάξη των τρηματωδών, των κεστωδών, των νηματωδών και των ακανθοκεφάλων. Στον άνθρωπο μπορεί το σκουλήκι να βρίσκεται είτε με τη μορφή τέλειου σκουληκιού… …   Dictionary of Greek

  • τριχινίαση — η, Ν ιατρ. παρασίτωση τού ανθρώπου και πολλών σαρκοβόρων ζώων, που οφείλεται στις νύμφες τού νηματώδους σκώληκα Trichinella spiralis, αλλ. τριχίνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichiniasis < trichina (βλ. λ. τριχίνη) + iasis (<… …   Dictionary of Greek

  • παρασιτικές ασθένειες — (Ιατρ.). Ασθένειες του ανθρώπου και των ζώων οι οποίες προκαλούνται από μονοκύτταρα πρωτόζωα, σκουλήκια, τσιμπούρια και μερικά αρθρόποδα. Ανάλογα με τον τύπο του αιτιολογικού παράγοντα, διαιρούνται σε πρωτοζωιάσεις (πρωτοζωικοί αιτιολογικοί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”